φιλοσωματία

φιλοσωματία
φιλοσωματίᾱ , φιλοσωματία
love of the body
fem nom/voc/acc dual
φιλοσωματίᾱ , φιλοσωματία
love of the body
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φιλοσωματίᾳ — φιλοσωματίᾱͅ , φιλοσωματία love of the body fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοσωματία — ἡ, Α [φιλοσώματος] η αγάπη και η περιποίηση τού σώματος …   Dictionary of Greek

  • φιλοσωματίας — φιλοσωματίᾱς , φιλοσωματία love of the body fem acc pl φιλοσωματίᾱς , φιλοσωματία love of the body fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοσωματίαν — φιλοσωματίᾱν , φιλοσωματία love of the body fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοσώματος — ον, Α 1. αυτός που αγαπά και περιποιείται το σώμα του («ἀνὴρ φιλοσώματος καλλωπίστριαν γυναῑκα ποιεῑ», Πλούτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοσώματον η φιλοσωματία*. επίρρ... φιλοσωμάτως Α με φιλοσωματία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + σώματος (< σῶμα,… …   Dictionary of Greek

  • ՄԱՐՄՆԱՍԻՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0228 Chronological Sequence: Early classical, 12c գ. φιλοσωματία, φιλοσαρκία amor corporis vel carnis, carnalitas. Մարմնասէրն գոլ. սէր մարմնոյ. *Ընչասիրութիւն՝ մարմնասիրութեան կշտամբիչ է. Եւագր. ՟Թ: *Վասն մարմնասիրութեան, եւ ախորժական… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”